σπείρω

σπείρω
ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α
1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ.
β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ
γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.)
2. γονιμοποιώ, τεκνοποιώ (α. «ανάθεμα τον πατέρα που σ' έσπειρε» β. «τὸν σπείραντα δὲ οὐκ οἶδε Φοῑβον, οὐδὲ μητέρ' ἧς ἔφυ», Ευρ.)
3. διασκορπίζω, διασπείρω (α. «έσπειρε τα πράγματά του εδώ κι εκεί» β. «τὸν χρυσὸν ἅπαντα τὸν ἐκ τοῡ ἄστεος καὶ τὸν ἄργυρον ἔσπειρε ἀπὸ τοῡ τείχεος ἐς τὸν Στρυμόνα», Ηρόδ.)
4. διαδίδω (α. «έσπειρε ανατρεπτικές ιδέες» β. «μὴ σὺν φθόνῳ τε καὶ πολυγλώσσῳ βοῇ σπείρῃ ματαίαν βάξιν», Σοφ.)
5. φρ. «σπέρνω στη θάλασσα (ή στον άμμο)» και «πόντον σπείρω» — κοπιάζω άδικα, ματαιοπονώ
νεοελλ.
παροιμ. φρ. α) «όπως έσπειρες, θα θερίσεις» — ανάλογη με τις πράξεις σου θα είναι η ανταμοιβή σου
β) «σπέρνει ανέμους και θα θερίσει θύελλες» — οι επικίνδυνες ή απρόσεχτες ενέργειες έχουν πολύ κακά αποτελέσματα
γ) «σπέρνω ζιζάνια» — ενσπείρω διχόνοιες, βάζω φιτίλια
δ) «όπου δεν σέ σπέρνουν να μη φυτρώνεις» — να μην επεμβαίνεις σε ξένες υποθέσεις, να μην επεμβαίνεις εκεί όπου δεν έχεις καμιά αρμοδιότητα
ε) «γειά σου Γιάννη! κουκιά σπέρνω» — λέγεται για εκείνους που απαντούν άλλα αντ' άλλων, όπως τό παθαίνουν συχνά οι βαρύκοοι
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) οἱ σπείροντες
οι γονείς
2. (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ.) ἡ σπειρομένη
το καλλιεργήσιμο τμήμα μιας περιοχής
3. φρ. «αἰσχρώς μὲν ἔσπειρας κακῶς δ' ἐθέρισας» — τα αποτελέσματα τών κακών ενεργειών σου ήταν ανάλογα με τις προθέσεις σου, τιμωρήθηκες όπως σού άξιζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σπείρω (< *σπερ-) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *(s)p(h)er- με αρχική σημ. «χύνω, διασκορπίζω» και στη συνέχεια «σπείρω» και συνδέεται με αρμ. sp' «σκορπισμένος», sp'ŕem «διασπείρω», καθώς και με τ. τών νεώτερων γλωσσών (πρβλ. αγγλ. spray, spread, γερμ. spritzen, spreizen). Η άποψη ότι η ρίζα αυτή συνδέεται με τη ρίζα τού ρ. σπαίρω* δεν θεωρείται πιθανή. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι στην Ελληνική δεν χρησιμοποιήθηκε η ΙΕ ρίζα *sē- (πρβλ. λατ. semen «σπέρμα», sero «σπείρω», γαλλ. semer, γερμ. saen κ.λπ.), η οποία είχε κυρίως τη σημ. «σπέρνω» και η οποία είχε ευρεία διάδοση στις υπόλοιπες ΙΕ γλώσσες. Τα παρ. τού ρ. σπείρω εμφανίζουν τρεις μορφές θ.: σπερ-τής απαθούς βαθμίδας (πρβλ. σπέρ-μα), σπορ-τής ετεροιωμένης (πρβλ. σπόρ-ος, σπορ-ά, σπορ-άς) και σπαρ- τής συνεσταλμένης (πρβλ. σπαρτός). Τέλος, ο νεοελλ. τ. σπέρνω προήλθε από τον αόρ. έσπειρα κατά το σχήμα έφθισα: φθίνω.
ΠΑΡ. σπαρτός, σπέρμα, σπορά, σπόρος
αρχ.
σπαρνός, σποράς, σπορευτός, σπορητός
αρχ.-μσν.
σπορεύς
νεοελλ.
σπάρμα, σπάρσιμο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποσπείρω / αποσπέρνω, διασπείρω, εγκατασπείρω, ενσπείρω, επανασπείρω
αρχ.
ενδιασπείρω, επισπείρω, κατασπείρω, παρασπείρω, περισπείρω, προδιασπείρω, προκατασπείρω, προϋποσπείρω, συγκατασπείρω, υποσπείρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπείρω — sow aor subj act 1st sg σπείρω sow pres subj act 1st sg σπείρω sow pres ind act 1st sg σπείρω sow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) σπεί̱ρω , σπεῖρον piece of cloth neut nom/voc/acc dual σπεί̱ρω , σπεῖρον piece of cloth neut gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπειρώ — όω, ΝΑ συστρέφω κάτι ώστε να σχηματίσει σπείρες, περιελίσσω, κουλουριάζω αρχ. τυλίγω στα σπάργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με τη σημ. «συστρέφω» και ιδίως στον τ. τής μεσ. φωνής σπειροῦμαι < σπεῖρα, ενώ ο ενεργ. τ. σπείρω με την ειδικότερη σημ. «τυλίγω …   Dictionary of Greek

  • σπειρῶ — σπειράομαι to be coiled pres imperat mp 2nd sg σπειράομαι to be coiled pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σπειράομαι to be coiled pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σπειράομαι to be coiled pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπεῖρον — σπείρω sow aor imperat act 2nd sg σπείρω sow pres part act masc voc sg σπείρω sow pres part act neut nom/voc/acc sg σπείρω sow imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σπείρω sow imperf ind act 1st sg (homeric ionic) σπεῖρον piece of cloth neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείρῃ — σπείρω sow aor subj mid 2nd sg σπείρω sow aor subj act 3rd sg σπείρω sow pres subj mp 2nd sg σπείρω sow pres ind mp 2nd sg σπείρω sow pres subj act 3rd sg σπεί̱ρῃ , σπεῖρα anything twisted fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείρετε — σπείρω sow aor subj act 2nd pl (epic) σπείρω sow pres imperat act 2nd pl σπείρω sow pres ind act 2nd pl σπείρω sow imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπεῖρε — σπείρω sow pres imperat act 2nd sg σπείρω sow aor ind act 3rd sg (homeric ionic) σπείρω sow imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείρει — σπείρω sow aor subj act 3rd sg (epic) σπείρω sow pres ind mp 2nd sg σπείρω sow pres ind act 3rd sg σπεῖρος coats neut nom/voc/acc dual (attic epic) σπείρεϊ , σπεῖρος coats neut dat sg (epic ionic) σπεῖρος coats neut dat sg σπειράομαι to be coiled …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείρομεν — σπείρω sow aor subj act 1st pl (epic) σπείρω sow pres ind act 1st pl σπείρω sow imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείρουσι — σπείρω sow aor subj act 3rd pl (epic) σπείρω sow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπείρω sow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”